Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στοίβασμα — το, Ν βλ. στοίβαγμα … Dictionary of Greek
στοίβαγμα — και στοίβασμα, το, Ν [στοιβάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιβάζω, η σε επάλληλες σειρές τοποθέτηση ή και η άτακτη συσσώρευση πραγμάτων … Dictionary of Greek